- ξοανηφόρος
- ξοᾰν-ηφόρος, ὁ,A image-bearer : Ξοανηφόροι, title of a play by Sophocles.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξοανηφόρος — ξοανηφόρος, ὁ (Α) 1. αυτός που φέρει ξόανα 2. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Ξοανηφόροι τίτλος δράματος τού Σοφοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + συνδετικό φωνήεν η , πιθ. για μετρικούς λόγους + φόρος*] … Dictionary of Greek